- ῥυγχελέφας
- ῥυγχ-ελέφας, αντος, ὁ,A with an elephant's trunk, AP11.204 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυγχελέφας — ο, Α αυτός που έχει ρύγχος ελέφαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύγχος + ἐλέφας] … Dictionary of Greek